Την επιβολή συνδρομητικού μοντέλου στις χώρες του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων ξεκίνησε μέσα στον τρέχοντα μήνα η Meta. Το μοντέλο αυτό θα παρέχεται ως εναλλακτική επιλογή για όσους χρήστες δεν επιθυμούν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους στην επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων τους για την προβολή προσωποποιημένων διαφημίσεων.
Η αξιολόγηση της νομιμότητας των μοντέλων αυτών, γνωστών και ως “paywalls” ή “Pay or Okay”, συνδέεται με ορισμένες θεμελιώδεις τεχνονομικές πτυχές του οικοσυστήματος της διαφήμισης στο διαδίκτυο.
Η online διαφήμιση αποτελεί μια τεράστια αγορά και βασική πηγή εσόδων για ένα ευρύτατο φάσμα υπηρεσιών, οι
Ενδεικτικά και μόνο, η αξία της ψηφιακής διαφημιστικής δαπάνης μόνο στην Ευρώπη ανήλθε σε 92 δισ. ευρώ το 2019, ενώ τα συνολικά έσοδα της Meta το 2022 από διαφήμιση ξεπέρασαν τα 110 δισ. ευρώ.
Η πληθώρα των δεδομένων που είναι διαθέσιμα σχετικά με τους χρήστες και η εξέλιξη των τεχνολογιών ανάλυσής τους, αποτέλεσαν βασικούς παράγοντες για την επικράτηση της συμπεριφορικής διαφήμισης (behavioral advertising) στο διαδίκτυο. Πρακτικά πρόκειται για διαφήμιση που βασίζεται στην παρατήρηση της συμπεριφοράς των χρηστών σε βάθος χρόνου.
Αξιοποιώντας συνδυαστικά δεδομένα από πολλαπλές πηγές αλλά και τεχνολογίες ιχνηλάτησης, όπως τα cookies και τα pixels, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, αλλά κυρίως τεχνολογικοί κολοσσοί προχωρούν στη κατάρτιση λεπτομερών προφίλ χρηστών, σκιαγραφώντας μια ολοκληρωμένη εικόνα γι’ αυτούς.
Παρά τις θετικές πτυχές της online διαφήμισης για την οικονομία του διαδικτύου, η μαζική κλίμακα και η παρεμβατικότητα πολλών εξ αυτών των πρακτικών οδήγησαν τα τελευταία χρόνια σε μία σειρά από υποθέσεις ενώπιον εποπτικών αρχών και δικαστηρίων σχετικά με τις επιπτώσεις των κυρίαρχων μοντέλων online διαφήμισης στην ιδιωτική ζωή και την αυτονομία των χρηστών του διαδικτύου.
Στον πυρήνα των υποθέσεων αυτών βρίσκονται ζητήματα προστασίας δεδομένων, καταναλωτή και ανταγωνισμού, τα οποία επηρεάζονται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό από ένα από τα σημαντικότερα νομικά αδιέξοδα στη ρύθμιση του διαδικτύου:
Στη (νομική) θεωρία, τα προσωπικά δεδομένα και η ιδιωτική ζωή των χρηστών του διαδικτύου απολαμβάνουν εκτενούς και αυστηρής προστασίας ως θεμελιώδη δικαιώματα.
Στη (διαδικτυακή) πράξη, οι ίδιες αυτές προστατευόμενες πληροφορίες έχουν μετατραπεί σε – βολικό αλλά παράλληλα επικίνδυνο σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο – αντάλλαγμα για πρόσβαση σε δημοφιλείς υπηρεσίες.
Διόλου τυχαία, λοιπόν, η εμπορική απόφαση της Meta για τη δημιουργία συνδρομητικού πακέτου στον απόηχο της επιβολής προστίμου ύψους 390 εκατ. ευρώ εις βάρος της από την Αρχή προστασίας δεδομένων της Ιρλανδίας.
Είναι ελεύθερη η παροχή της συγκατάθεσης με το … αντικίνητρο της πληρωμής;
Σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ), η συγκατάθεση εκ μέρους του χρήστη θα πρέπει να πληροί μία σειρά από αυστηρές προϋποθέσεις προκειμένου να χαρακτηριστεί νόμιμη. Μεταξύ αυτών, η συγκατάθεση θα πρέπει να παρέχεται και να ανακαλείται ελεύθερα, χαρακτηριστικά που είναι ιδιαιτέρως κρίσιμα στην περίπτωση των paywalls.
Για παράδειγμα, η συγκατάθεση δύσκολα θα μπορούσε να αποτελεί έγκυρη νομική βάση όταν υπάρχει ανισότητα μεταξύ του μέρους που την παρέχει (χρήστης) και του μέρους που τη λαμβάνει (μέσο κοινωνικής δικτύωσης) ή όταν οι χρήστες υποχρεώνονται να παρέχουν τη συγκατάθεσή τους στην επεξεργασία μη αναγκαίων δεδομένων για την παροχή των υπηρεσιών.
Επιπρόσθετα, η συγκατάθεση δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι δόθηκε ελεύθερα αν ο χρήστης δεν έχει αληθινή ή ελεύθερη επιλογή ή δεν είναι σε θέση να αρνηθεί ή να αποσύρει τη συγκατάθεσή του χωρίς να ζημιωθεί. Για παράδειγμα, ο υπεύθυνος επεξεργασίας (μέσο κοινωνικής δικτύωσης) θα πρέπει να αποδείξει ότι η ανάκληση της συγκατάθεσης δεν συνεπάγεται κανένα κόστος για το υποκείμενο των δεδομένων (χρήστη) και, επομένως, κανένα σαφές μειονέκτημα για εκείνον που ανακαλεί τη συγκατάθεσή του.
Κρίσιμο είναι το γεγονός ότι ο ΓΚΠΔ δεν αποκλείει όλα τα κίνητρα για την παροχή συγκατάθεσης, αλλά αφήνει το βάρος απόδειξης της ελεύθερης παροχής της συγκατάθεσης σε όλες τις περιστάσεις στον υπεύθυνο επεξεργασίας (μέσο κοινωνικής δικτύωσης, εν προκειμένω τη Meta).
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι κατά πόσον μπορεί να θεωρηθεί ότι η (τυχόν) συγκατάθεση των χρηστών παρέχεται νόμιμα, όταν η εναλλακτική συνοδεύεται από το αντικίνητρο της καταβολής οικονομικού ανταλλάγματος.
Αρχικά, σε πρόσφατη απόφασή του το Δικαστήριο της ΕΕ σημείωσε ότι οι χρήστες πρέπει να διαθέτουν την ελευθερία να αρνηθούν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους για πράξεις επεξεργασίας δεδομένων που δεν είναι αναγκαίες για την εκτέλεση της σύμβασης (όπως η στοχευμένη διαφήμιση), χωρίς ωστόσο να είναι αναγκασμένοι να παραιτηθούν πλήρως από τη χρήση της υπηρεσίας.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον όμως είναι το γεγονός ότι στην πράξη ήδη αρκετές ιστοσελίδες, ιδίως ενημερωτικές, έχουν αρχίσει να εφαρμόζουν το μοντέλο Pay or OK. Στο πλαίσιο αυτό, εποπτικές αρχές προστασίας δεδομένων, όπως η γαλλική CNIL, έχουν ήδη προχωρήσει στην έκδοση σχετικών κατευθυντήριων γραμμών. Σύμφωνα με αυτές, τα paywalls (δηλαδή η απαίτηση είτε αποδοχής cookies είτε καταβολής αμοιβής για τις παρεχόμενες υπηρεσίες) δεν απαγορεύονται συλλήβδην, αλλά θα πρέπει να πληρούν μία σειρά από κριτήρια, όπως η πρόβλεψη εύλογου ποσού αμοιβής το οποίο έχει διαμορφωθεί με διαφανή κριτήρια.
Στις κατευθύνσεις τους, οι εποπτικές αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η νομιμότητα τέτοιων πρακτικών θα πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση (case by case).
Εν προκειμένω, η Meta δεν είναι μία ενημερωτική ιστοσελίδα εθνικής ή διεθνούς εμβέλειας, αλλά ένας τεχνολογικός κολοσσός που διαθέτει μία βάση δισεκατομμυρίων χρηστών σε όλο τον κόσμο και εξελιγμένες τεχνολογίες στόχευσης και διαφήμισης.
Η έκταση, το πλαίσιο και η φύση της επεξεργασίας που συνεπάγεται η απόφαση της Meta αποτελούν καταλυτικής σημασίας παραμέτρους για τη στοχευμένη αξιολόγηση της νομιμότητάς της.
Η απόφαση αυτή της Meta, εφόσον πλέον υλοποιήθηκε, δημιουργεί ένα νέο πεδίο περαιτέρω έρευνας και διαλόγου αναφορικά με τη νομική αξιολόγηση του μοντέλων των paywalls. Πέρα όμως από τον ΓΚΠΔ, η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει να γίνει και υπό το πρίσμα νέων ευρωπαϊκών νομοθετημάτων, όπως οι Πράξεις για τις Ψηφιακές Αγορές (Digital Services Act) και τις Ψηφιακές αγορές (Digital Markets Act), οι οποίες θεσπίζουν υποχρεώσεις που καθιστούν ακόμα πιο δυσχερή την παροχή νόμιμης συγκατάθεσης σε εταιρείες αυτού του βεληνεκούς για σκοπούς online διαφήμισης.
Σε πρακτικό επίπεδο, η παροχή της επιλογής στους χρήστες ανάμεσα σε συνδρομή ή συγκατάθεση θα αποτελέσει ένα διεθνές “πείραμα” σχετικά με τις προτιμήσεις και τις εύλογες προσδοκίες των χρηστών σε σχέση με την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων. Η διαφάνεια στην ενημέρωσή τους αποτελεί καταλυτικής σημασίας παράγοντα, προκειμένου να είναι κατανοητό το περιεχόμενο και οι συνέπειες της κάθε επιλογής. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να παρέχει ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με την αντίληψη των χρηστών για την αξία (οικονομική, ηθική και δικαιοπολιτική) των προσωπικών τους δεδομένων και της ιδιωτικής τους ζωής.
Πηγή : www.lawspot.gr



