Όπως ο ίδιος ο νόμος ορίζει, «ως ταυτότητα φύλου νοείται ο εσωτερικός και προσωπικός τρόπος με τον οποίο το ίδιο το πρόσωπο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από́ το φύλο που καταχωρήθηκε κατά́ τη γέννησή του με βάση τα βιολογικά του χαρακτηριστικά». (αρ. 2) Άρα μιλάμε για περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ του φύλου που έχει καταχωρηθεί ληξιαρχικά μετά τη γέννηση του ατόμου (βιολογικό φύλου/sex), και του τρόπου που το άτομο αντιλαμβάνεται και εξωτερικεύει το φύλο του (κοινωνικό φύλο/gender) (αρ. 3).
Ο νόμος δεν αναφέρεται καθόλου στο θέμα της «αλλαγής φύλου», όπως αυτή συμβαίνει συνήθως με ιατρική θεραπεία και χειρουργική επέμβαση. Η αλλαγή φύλου καλύπτεται άλλωστε ως ιατρικό αλλά και εν συνεχεία ως νομικό γεγονός ήδη από το 1976 (Ν.344/1976), όπως μετέπειτα ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε ο νόμος από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων με μόνη τη συγκατάθεση του ατόμου ή των γονέων του για ανήλικους. Ο νόμος για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου δεν αφορά σε κανένα επίπεδο οποιαδήποτε επέμβαση στο σώμα του ατόμου. Αντίθετα, αναφέρεται στη νομική και μόνο διόρθωση διοικητικών εγγράφων. Αυτό αποτελεί και την ουσία του καινούργιου νόμου. Ένα άτομο δηλαδή το οποίο αισθάνεται σε αναντιστοιχία με το σώμα του σε ό,τι αφορά το φύλο έχει πλέον δικαίωμα να αλλάξει τα διοικητικά έγγραφά του (π.χ. ταυτότητα, διαβατήριο) ώστε αυτά να έρχονται σε αντιστοιχία με το πώς το ίδιο το άτομο αισθάνεται και εκφράζει την ταυτότητα του φύλου του, χωρίς να υποχρεώνεται σε ιατρικές επεμβάσεις που συχνά περιλαμβάνουν ακρωτηριασμό, στείρωση και άλλες, βαθιά επεμβατικές στο σώμα του ατόμου, διαδικασίες. Η νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου είναι άρα πλήρως ανεξάρτητη από οποιαδήποτε ιατρική και χειρουργική επέμβαση.
Ιδιαίτερη συζήτηση έγινε συγκεκριμένα για το άρθρο 3 του νόμου, το οποίο προβλέπει τη θέσπιση ηλικιακού ορίου επί της διαδικασίας της διόρθωσης των στοιχείων που αφορούν στην ταυτότητα φύλου του ατόμου. Διευκρινίσαμε ήδη πως η ιατρική «αλλαγή φύλου», που ούτως ή άλλως ορίζεται από άλλη, ήδη υπάρχουσα, νομοθεσία, αποτελεί πλήρως διακριτό ζήτημα από την εν προκειμένου διόρθωση της νομικής ταυτότητας φύλου, που πρόκειται για διοικητική καθαρά πράξη. Ο νόμος λοιπόν ορίζει ότι ένα άτομο μπορεί να διορθώσει τα ληξιαρχικά καταχωρημένα στοιχεία του που αφορούν στο φύλο από τη στιγμή που θα ενηλικιωθεί αυτοβούλως. Στην περίπτωση που το άτομο έχει συμπληρώσει τα 17 έτη απαιτείται η συναίνεση των γονέων ή των ασκούντων γονική μέριμνα. Από την ηλικία των 15 έως των 17 ετών αυτό γίνεται με επιπλέον την θετική́ γνωμάτευση διεπιστημονικής επιτροπής στην οποία μετέχουν α) ένας παιδοψυχίατρος, β) ένας ψυχίατρος, γ) ένας ενδοκρινολόγος, δ) ένας παιδοχειρουργός, ε) ένας ψυχολόγος, στα) ένας κοινωνικός λειτουργός και ζ) ένας παιδίατρος (αρ. 3). Σε ό,τι αφορά λοιπόν τους ανήλικους από 15 ετών, η αλλαγή των στοιχείων τους προς τη διοίκηση μπορεί να επέλθει μόνο με τη σύμφωνη γνώμη των γονέων αλλά και ιατρικού συμβουλίου θέτοντας έτσι μια σημαντική ισορροπία μεταξύ της διασφάλισης της προσωπικής βούλησης του ατόμου και της ικανότητας πραγματικής έκφρασής της από τη μία, και της προστασίας της ανηλικότητάς του από την άλλη.
Η μετατροπή διοικητικών εγγράφων που δεν συμμορφώνονται με την ταυτότητά ενός ατόμου όπως εκείνο την ορίζει έχει σημαντικές επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο το άτομο αυτό ζει, μετακινείται, και μετέρχεται των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών που του αποδίδονται από την πολιτεία. Αυτές οι επιπτώσεις σχετίζονται άμεσα με την πρόσβαση του ατόμου σε διοικητικές, εν γένει νομικές, ιατρικές, πολιτικές και κοινωνικές διαδικασίες χωρίς τις οποίες κωλύονται άλλα δικαιώματα, όπως εκείνα της ιδιωτικής ζωής, της αυτοδιάθεσης, της αυτονομίας, της ισότητας και της πρόσβασης σε κοινωνικά δικαιώματα.
Ο νόμος αφήνει κάποια κομμάτια είτε ακάλυπτα είτε προβληματικά σε σχέση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, όπως το ζήτημα πρόβλεψης κενής καταχώρισης φύλου ή την διάκριση που θέτει βάση οικογενειακής κατάστασης μιας και δεν δίνει τη δυνατότητα σε έγγαμους να προβούν σε διόρθωση των στοιχείων τους, αλλά και την διάκριση βάσει ηλικίας. Παρόλα αυτά, τα ζητήματα που μένουν ανοιχτά μπορούν πλέον να διευθετηθούν από την νομολογία των δικαστηρίων.



